- αφορμώμαι
- (α)1) исходить (из чего-л.); основываться (на чём-л.); 2) воспользоваться (чём-л.), использовать удобный случай
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφορμώμαι — (Α ἀφορμῶ, άω) [αφορμώμαι] 1. αναχωρώ, ξεκινώ 2. έχω ως αφετηρία αρχ. 1. ξεκινώ 2. αισθάνομαι αποστροφή για κάτι … Dictionary of Greek
αναχωρώ — ησα 1. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο, φεύγω: Πότε αναχωρείς για την πατρίδα; 2. ξεκινώ, αφορμώμαι από κάποιο δοσμένο: Αναχωρεί από την αρχή ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς αιτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)